2 χρόνια από το δυστύχημα των Τεμπών – Συμμετοχή στην απεργία

στα Τέμπη (αλλά και παντού)
ή θα είναι οι ζωές μας ή τα κέρδη τους

Τις τελευταίες εβδομάδες βιώνουμε κάτι που μέχρι πρότινος, και ειδικά μετά τις εκλογές του ’23, έδειχνε να μην μπορεί να ταράξει σημαντικά τα νερά της κεντρικής πολιτικής σκηνής, καθώς η κυβέρνηση είχε φτιάξει ένα δίχτυ ασφαλούς επικοινωνιακής διαχείρισης του δυστυχήματος των Τεμπών. Ωστόσο, οι μεγάλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας της 26ης Γενάρη, αποτέλεσαν την έκφραση συσσωρευμένης κοινωνικής οργής -διεκδικήσεων και αιτημάτων- με μαζικές πορείες, δίνοντας μια νέα τροπή στον δημόσιο διάλογο και ότι όσα προβληματίζουν την κοινωνία δεν μπορούν να αγνοηθούν από καμία κυβέρνηση. Η δυναμική πίσω από τις κινητοποιήσεις και τις διεργασίες σε επίπεδο κοινωνίας, είναι επόμενο να βαίνει αυξανόμενη τόσο μετά τα όσα προηγήθηκαν και οδήγησαν στον θάνατο 57 ανθρώπων όσο και όσα ακολούθησαν σε επίπεδο της κυβερνητικής διαχείρισης τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια.

Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις αποδεικνύουν πως το θέμα κάθε άλλο παρά δεν έχει κλείσει, αλλά παραμένει μια ανοιχτή πληγή για την κοινωνία που αποζητά δικαίωση. Ο αγώνας παραμένει ένα ανοιχτό μέτωπο, τόσο στον δρόμο όσο και στο νομικό σκέλος της υπόθεσης, αντανακλώντας μια ευρύτερη συστημική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα όπου η δικαιοσύνη – για να είναι ουσιώδης – χρειάζεται να συνοδεύεται από μία αλλαγή παραδείγματος στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, που να χτυπά τις ρίζες του προβλήματος.

Η επικοινωνιακή στρατηγική που έχει ακολουθηθεί για την παρουσίαση της υπόθεσης των Τεμπών, από τις πρώτες ώρες μέχρι και σήμερα, συνιστά μια απόπειρα συσκότισης των αιτιών και των συνθηκών κατά τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, να συγκαλύψουν καίρια στοιχεία και να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη με μία σειρά αφηγημάτων που αλλάζουν ανά μέρα, αλλά και να απομακρύνουν από την απόδοση δικαιοσύνης όλες εκείνες τις ευθύνες που μας φέραν προ αλλά και κατόπιν του δυστυχήματος.

Όσα έχουν γίνει -δυστυχώς για αυτούς- είναι γνωστά: Επίρριψη ατομικών ευθυνών, το μπάζωμα του σημείου της σύγκρουσης των δύο αμαξοστοιχιών, τις κατά καιρούς προκλητικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, καθώς και η μεταφορά της υπόθεσης από τον ένα δικαστικό λειτουργό στον άλλον, όπως και τα στοιχεία που δεν έχουν συμπεριληφθεί στη δικογραφία, έχουν οδηγήσει στη γενικότερη αίσθηση ότι η δικαιοσύνη είναι ακόμη μακριά από το να αποδοθεί.

Φυσικά, αυτή δεν είναι μια θεωρία εν κενώ -ούτε αντικυβερνητική προπαγάνδα όπως η ίδια η Κυβέρνηση θέλει να αξιώσει πως είναι ώστε να μπορέσει να “απευθυνθεί” προς ένα διαχειρίσιμο αντίπαλο δέος- αλλά αποτελεί κομμάτι της ευρύτερης κοινωνικής αίσθησης και πραγματικότητας που έχει κάνει, ακόμα πιο έντονα τα τελευταία χρόνια, την εμφάνισή της στον δημόσιο βίο και σχετίζεται με τον τρόπο απόδοσης της δικαιοσύνης. Δεν είναι σπάνιο, άλλωστε, να βλέπουμε σε άλλες υποθέσεις μάρτυρες/δημοσιογράφους να δολοφονούνται, προστατευόμενοι μάρτυρες να βλέπουν τα ονόματά τους με πηχυαίους τίτλους σε πρωτοσέλιδα φιλοκυβερνητικών εφημερίδων, εισαγγελείς να αφήνουν υποθέσεις στη μέση, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον σε χώρες μακρινές.

Είναι φανερό ότι υπάρχει ένα συλλογικό κοινωνικό βίωμα αναφορικά με τις μηχανορραφίες και τα κουκουλώματα που συντελούνται γύρω από την υπόθεση των Τεμπών, και ένα γενικότερο αίσθημα αδικίας και ατιμωρησίας για το οποίο λειτουργεί ένας μηχανισμός που θα κάνει τα πάντα για μείνει γαντζωμένο στα ηνία της εξουσίας.

Στον αντίποδα των παραπάνω, ο αυθόρμητος, μαζικός και πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας που λαμβάνουν οι κινητοποιήσεις για το έγκλημα στα Τέμπη φανερώνει ότι πέρα του ότι τα επίδικα της υπόθεσης που παραμένουν ανοιχτές πληγές στο σώμα της κοινωνίας, η ταύτιση και η εγγύτητα με τις οικογένειες και τους συγγενείς των θυμάτων αντανακλά το ότι ο κόσμος νιώθει τα θύματα ανθρώπους δικούς του, ως θύματα ενός προδιαγεγραμμένου μέλλοντος που χαράσσεται για μας χωρίς εμάς, ως θύματος ενός εγκλήματος εν εξελίξει που συντελείται στον βωμό της κερδοφορίας.

Τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο των πολλαπλών κρίσεων που ζούμε, το κράτος κινείται προς μια νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, όπου ολοένα και περισσότερο επιβάλλει ένα καθεστώς ατομοκεντρισμού και αποσύρεται από την κάλυψη κοινωνικών αναγκών, όταν σε μια προηγούμενη περίοδο είχε επιβληθεί τόσο από τους κοινωνικούς αγώνες όσο και απ’ τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής.

Ο μεθοδικός εκφυλισμός των δημοσίων δομών στο όνομα του «εξορθολογισμού» και της «ανάπτυξης», υποβαθμίζει σταδιακά τον δημόσιο χαρακτήρα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών (υγεία, παιδεία, μετακινήσεις, ενέργεια), οδηγώντας -μεταξύ άλλων και με μαθηματική ακρίβεια- σε τραγωδίες, που μόνο κακές στιγμές δεν είναι.

Οι πολιτικές λιτότητας και ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών φανερώνουν την ουσία της κρατικής διαχείρισης, δηλαδή την υπεράσπιση των προνομίων των εκάστοτε κυρίαρχων, όπου στη παρούσα συνθήκη είναι η ολοκληρωτική παράδοση μέχρι πρότινος «ανέγγιχτων» αγαθών στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Το κράτος επιλέγει απροκάλυπτα να στηρίξει τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, δημιουργώντας και συντηρώντας ένα πυρήνα ελίτ, κοινών συμφερόντων με το ίδιο, που θα το θωρακίσει και θα το βοηθήσει να διαχειρίζεται πολιτικές κρίσεις, ως ένα όχημα πολιτικής επιβίωσης. Μέσα από τον σχηματισμό ενός κύκλου εξουσίας, που αποτελείται από πολιτικά πρόσωπα, κεφαλαιοκράτες διαφόρων λογής, ΜΜΕ, που αλληλοτροφοδοτείται και μεριμνά για την αυτοσυντήρησή του, με το κέρδος είτε να αφορά το καθαρά οικονομικό σκέλος είτε αυτό της νομής της εξουσίας.

Εν τέλει, αντιλαμβανόμενοι/ες τις δημόσιες μετακινήσεις ως κοινό/δημόσιο αγαθό που οφείλει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτών που τις χρησιμοποιούν και αυτών που δουλεύουν σε αυτές, και όχι ως ένα μέσο πλουτισμού, θα πρέπει -ως κοινωνία- να μιλήσουμε για την καθολική απεμπλοκή των κοινών αγαθών (υγεία, παιδεία, μετακινήσεις, ενέργεια) από τις λογικές της κερδοφορίας, διατηρώντας τον δημόσιο χαρακτήρα τους. Η ίδια η εμπειρία είναι αυτή που μας κάνει να βλέπουμε πως καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα την κάλυψη των αναγκών μας, καθώς τα οικονομικά οφέλη στα οποία στοχεύουν βασίζονται στον κοινωνικό έλεγχο, στην διαρκή μετρησιμότητα με όρους κέρδους και ζημίας, και στη υπεράσπιση των δικών τους θέσεων εξουσίας και των προνομίων των οικονομικά κυρίαρχων.

Αν κάτι μέσα σε όλα ήταν το δυστύχημα των Τεμπών, ήταν και πολλές κραυγές για να πάρουμε επιτέλους τις ζωές μας στα χέρια μας. Για να μην θρηνήσουμε άλλα θύματα από την αναλγησία κράτους και κεφαλαίου, για να μην αγωνιούμε αν θα ζούμε αύριο ή σε έναν χρόνο, να διεκδικήσουμε τον κοινωνικό-εργατικό έλεγχο των σιδηροδρόμων για ελεύθερες και ασφαλείς μετακινήσεις μέσα από συλλογικές, αμεσοδημοκρατικές και αντι-ιεραρχικές διαδικασίες – από την κοινωνία, για την κοινωνία.

– ΔΗΜΟΣΙΕΣ, ΑΣΦΑΛΕΙΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
– ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
– ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΑ 57 ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ
– ΤΕΛΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ

Leave a Reply

Your email address will not be published.